Εδώ ο κόσμος καίγεται…

Εδώ ο κόσμος καίγεται…

Του Γιώργου Τοζίδη       

Ενώ η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μία φάση αναταραχής με άγνωστη την τελική κατάληξη και οι χώρες της Ενωμένης Ευρώπης (Ε.Ε.) αντιμετωπίζουν, για πρώτη φορά μετά την ίδρυσή της, τρεις μεγάλες κρίσεις ταυτόχρονα (υψηλό δημόσιο χρέος, οικονομική στασιμότητα και Προσφυγικό), η πρόσφατη «ανάκριση» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ε.Κ.) του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.) M. Draghi κατέδειξε τις δογματικές εμμονές των Γερμανών που οδηγούν, με μαθηματική βεβαιότητα, την Ε.Ε. σε διάλυση.

Αρχικά, ερωτήθηκε ο M. Draghi εάν αληθεύουν οι συζητήσεις της ΕΚΤ με την ιταλική κυβέρνηση για την ένταξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (μεδ) των ιταλικών τραπεζών στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ο M. Draghi απάντησε ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να αγοράσει μεδ απευθείας αλλά μπορεί να τα κάνει αποδεικτά ως εξασφαλίσεις για την παροχή δανειακών κεφαλαίων (σημ. μία εξέλιξη που εξυπηρετεί και τις ελληνικές τράπεζες). Η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ένταξη των μεδ στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία απλή επέκταση του προγράμματος με στόχο την αποτροπή οικονομικής καταστροφής. Όμως οι Γερμανοί φοβούνται ότι με αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ θα πλημμυρίσει από τοξικά δάνεια του ευρωπαϊκού νότου και οι ζημίες θα διαχυθούν στο σύνολο της ευρωζώνης.ΟM. Draghiέχει δείξει την αποφασιστικότητά του να αντιπαρατεθεί στη γερμανική κυβέρνηση στο παρελθόν και η δήλωσή του ότι η ΕΚΤ θα κάνει αποδεκτά τα μεδ ως εξασφαλίσεις για την παρεχόμενη ρευστότητα, αποδεικνύει ότι το ίδιο πρόκειται να πράξει και τώρα.

Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα καθώς ο πρόεδρος της ΕΚΤ ερωτήθηκε για την πρόταση του Συμβουλίου των Γερμανών Σοφών,με την υποστήριξη του W. Schaeuble και της Bundesbank,που υιοθετεί τον τρόπο διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών που ισχύει από φέτος και στην περίπτωση που ένα κράτος-μέλος αδυνατεί να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος.Για παράδειγμα, εάν η Πορτογαλία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της, οι κάτοχοι των πορτογαλικών ομολόγων θα είναι οι πρώτοι που θα υποστούν το κόστος αυτής της αθέτησης. ΟM. Draghi αρνήθηκε να απαντήσει διότι η υιοθέτηση αυτής της πρότασης θα προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στις αγορές κρατικών ομολόγων και θα εκτινάξει τα επιτόκια δανεισμού των χωρών, κυρίως, του ευρωπαϊκού νότου. Άλλωστε, θα έπρεπε να θυμίσει ότι εάν ίσχυε κάτι ανάλογο το 2010, οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες θα έπρεπε να «κουρέψουν» τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους με άγνωστες συνέπειες για την οικονομική ευρωστία τους.

Η συζήτηση στο Ε.Κ. είναι η τελευταία εξέλιξη της αντιπαράθεσης που έχει διαιρέσει την Ευρώπη μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Από τη μία πλευρά είναι ο ευρωπαϊκός βορράς, καθοδηγούμενος από τη Γερμανία, που επιθυμεί να επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία με μηδενισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και δραστικό περιορισμό των δημόσιων χρεών. Από την άλλη είναι ο Ευρωπαϊκός Νότος, με κύριο εκπρόσωπο την Ιταλία, που δεν βλέπει, πλέον, άλλη διέξοδο από την κρίση παρά μόνο την αύξηση των διαθέσιμων δημόσιων πόρων που προέρχονται από την ΕΚΤ και κατευθύνονται σε επενδύσεις στις υποδομές, την παιδεία, την καινοτομία, την υγεία και την πρόνοια.

Η αντιπαράθεση Βορρά-Νότου στην Ευρωζώνη έχει εισέλθει, πλέον, στην τελική φάση καθώς επηρεάζεται άμεσα και από την παγκόσμια αναταραχή. Η υιοθέτηση των προτάσεων της ιταλικής κυβέρνησης σημαίνει την παροχή εγγυήσεων και ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες και τα κρατικά ομόλογα. Αντίθετα, η επιβολή των γερμανικών θέσεων σημαίνει ακόμη αυστηρότερους όρους διαχείρισης του δημόσιου χρέους και δημοσιονομικής προσαρμογής. Η κατάληξη της αντιπαράθεσης θα προσδιοριστεί, όπως πάντα, από την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, με όποιον τρόπο αυτός επιλέξει…

 

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπονομεύουν την παγκόσμια οικονομία

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπονομεύουν την παγκόσμια οικονομία

     

Του Γιώργου Τοζίδη

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η πολυδιάστατη κρίση που ξέσπασε το 2008 είναι και η εκτίναξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (μεδ) των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Μπορεί το πρόβλημα των μεδ στην Ελλάδα να είναι εξαιρετικά οξυμένο, λόγω της μεγάλης μείωσης των εισοδημάτων, της ανεργίας και της κερδοσκοπικής πολιτικής των τραπεζών. Ανάλογη, όμως, είναι η κατάσταση και σε πάρα πολλές χώρες του πλανήτη.

Επιχειρήσεις και νοικοκυριά βρίσκονται σε αδυναμία αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών τους λόγω της οικονομικής στασιμότητας που επέφεραν οι πολιτικές λιτότητας και διάλυσης του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών σχέσεων. Η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια οικονομία προέρχεται από τα μεδ της Κίνας που εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 5 τρισεκατομμύρια δολάρια και αντιστοιχούν στο 50% περίπου του ΑΕΠ της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών εκτοξεύθηκε από τα 9 στα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε μόλις επτά χρόνια (2008-2015).

Αλλά δεν είναι μόνο η Κίνα. Στις ΗΠΑ οι εταιρίες εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου βρίσκονται σε αδυναμία αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών τους μετά την κατάρρευση των τιμών των καυσίμων ενώ διογκώνονται τα προβλήματα από τα μη εξυπηρετούμενα φοιτητικά δάνεια και τις οφειλές των πιστωτικών καρτών.

Στην Ευρώπη, οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα μεδ ανέρχονται σε περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες δυσκολεύονται στη διαχείρισή τους και χρησιμοποιούν την παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όχι για να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά για να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες που δημιουργούνται από τα μεδ. Πρόσφατα η κυβέρνηση της Ιταλίας ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα παροχής εγγυήσεων στις ιταλικές τράπεζες, προκειμένου να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους από τα μεδ.

Την περίοδο πριν από το 2008 επιχειρήσεις και νοικοκυριά δανείζονταν με χαμηλά επιτόκια για να υλοποιήσουν επεκτατικά επενδυτικά σχέδια ή να πραγματοποιήσουν αγορές που ελάχιστα συνδέονταν με τις πραγματικές ανάγκες τους. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 και η συνακόλουθη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας κατέστησε από δύσκολη έως αδύνατη την αποπληρωμή αυτών των δανείων. Σύμφωνα με τη θεωρία της διεθνούς τραπεζικής, οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν διαγνώσει τον πιστωτικό κίνδυνο από τη χορήγηση αυτών των δανείων και να είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα (αυξημένες προβλέψεις). Όμως και σε αυτήν την περίπτωση η πράξη απείχε παρασάγγας από τη θεωρία: ο ενδοτραπεζικός ανταγωνισμός και η «ανάγκη» εμφάνισης υψηλής κερδοφορίας (ώστε να δικαιολογούνται οι τεράστιες αμοιβές των στελεχών) ήταν οι αιτίες για τη μη τήρηση των κανόνων ελέγχου των όρων παροχής τραπεζικών δανείων.

Η θεωρία καταπατήθηκε και στην περίπτωση της αντιμετώπισης των συνεπειών από τα μεδ οι τράπεζες θα έπρεπε να διαγράψουν τα μεδ από τους ισολογισμούς τους και να αναζητήσουν νέα κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών τους. Αντίθετα, προσέτρεξαν στο κράτος (αυτοί οι ορκισμένοι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού) για τη στήριξή τους με δημόσιο χρήμα, εκτοξεύοντας και τα δημόσια χρέη σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Το «παράδοξο» στην υπόθεση των μεδ είναι ότι η διευκόλυνση των δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα ενίσχυε την ανάκαμψη των οικονομιών καθώς θα απελευθερώνονταν εισοδήματα που θα κατευθύνονταν στην κατανάλωση ή/ και στην κάλυψη φορολογικών – ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τα εργαλεία υπάρχουν και είναι συμβατά με την τραπεζική θεωρία και πρακτική: αναδρομική μείωση επιτοκίων, άτοκη περίοδο επιμήκυνσης, χρονική περίοδο καταβολής ελάχιστης δόσης κ.ά. Όμως, η λήψη αυτών των μέτρων προϋποθέτει τον δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος που, αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά, ότι δεν είναι ιδεολογική εμμονή αλλά αδήριτη κοινωνική αναγκαιότητα.

Tο ελληνικό φορολογικό «παράδοξο»

Tο ελληνικό φορολογικό «παράδοξο»

       

Του Γιώργου Τοζίδη

 

 Πρόσφατα (3/12) ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δημοσίευσε τα ετήσια στατιστικά στοιχεία για την εξέλιξη των φορολογικών εσόδων στα κράτη-μέλη του. Στο σημερινό εράνισμα παρατίθενται τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα:

  1. Ο δείκτης «φορολογικά έσοδα προς ΑΕΠ» αυξήθηκε στην Ελλάδα από 34,4% σε 35,9% το 2014 ενώ ο αντίστοιχος δείκτης του ΟΟΣΑ ήταν 34,4%. Η χώρα μας κατετάγη 16η μεταξύ των 34 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ. Οι υψηλότεροι δείκτες φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ καταγράφηκαν σε Δανία (47,6%), Φινλανδία (43,7%) και Σουηδία (42,8%) που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις και του παγκόσμιου δείκτη ανταγωνιστικότητας, διαψεύδοντας τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα για την «αναγκαιότητα» μείωσης της φορολογίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού (μετά το 1980), ο σχετικός δείκτης του ΟΟΣΑ αυξήθηκε από 30,1% (1980) σε 34,4% ενώ ανάλογα κινήθηκαν και οι δείκτες της πλειοψηφίας των κρατών-μελών.
  2. Έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη του σχετικού δείκτη κατά την πρόσφατη κρίση. Την περίοδο 2010-2013, καταγράφηκε αύξηση του δείκτη φορολογικά έσοδα προς ΑΕΠ σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που επλήγησαν από την κρίση: Ελλάδα (2010: 32,0% – 2013: 34,4%), Ιρλανδία (2010: 27,5% – 2013: 29%), Ιταλία (2010: 41,8% – 2013: 43,9%), Ισπανία (2010: 29,9% – 2013: 32,7%) και Πορτογαλία (2010: 30,6% – 2013: 34,5%).
  3. Κατά μέσο όρο, τα κράτη-μέλη συνέλεξαν το 33,7% των φορολογικών εσόδων τους από τους φόρους στα ατομικά εισοδήματα και τα εταιρικά κέρδη. Αυτή η πηγή εσόδων παραμένει η πιο σημαντική πηγή για τη χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών σε 15 κράτη-μέλη και σε 9 από αυτά (Αυστραλία, Καναδά, Δανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ν. Ζηλανδία, Νορβηγία, Ελβετία, ΗΠΑ) οι φόροι στα εισοδήματα και τα κέρδη υπερβαίνουν το 40% των συνολικών εσόδων. Στην Ελλάδα τα συγκεκριμένα έσοδα αντιστοιχούν στο 22% των συνολικών εσόδων (είναι το χαμηλότερο ποσοστό εάν εξαιρεθούν οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες που αναπληρώνουν τα χαμηλά έσοδα από τη φορολόγηση εισοδημάτων και κερδών με τις αυξημένες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης), με το μερίδιο των εσόδων από τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών να ανέρχεται στο 3,9% του συνόλου των φορολογικών εσόδων (χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των κρατών-μελών).
  4. Η δομή των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Το 39% των φορολογικών εσόδων προέρχεται από τους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες (έμμεσοι φόροι – το έβδομο υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ), το 31% από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (14ο υψηλότερο ποσοστό) και μόλις το 18% από τους φόρους στα ατομικά εισοδήματα και τα εταιρικά κέρδη (24ο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 34 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ).

Από τα στατιστικά στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα που δημοσίευσε ο ΟΟΣΑ αποδεικνύεται ότι η υπερφορολόγηση στη χώρα μας δεν οφείλεται στη φορολόγηση των εισοδημάτων και των κερδών, αλλά στους έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν υπέρμετρα τα χαμηλά εισοδήματα. Καθώς η ύφεση δεν αφήνει πολλά περιθώρια αύξησης των φορολογικών εσόδων από τη φορολόγηση εισοδημάτων και κερδών, η αναγκαία ανακατανομή των φορολογικών εσόδων, ώστε να μειωθούν οι έμμεσοι φόροι, προϋποθέτει τη φορολόγηση του συνολικού πλούτου που έχουν συσσωρεύσει τα νοικοκυριά (εκμεταλλευόμενα τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και, κυρίως, τη φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή). Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα επιβαρύνεται μόνο η ακίνητη περιουσία κατά παρέκκλιση ακόμη και των κανόνων λειτουργίας του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν η επένδυση στα ακίνητα να φορολογείται (φόρος κατοχής ακίνητης περιουσίας) και να μην φορολογείται η αντίστοιχη επένδυση σε ομόλογα, μετοχές, πολύτιμους λίθους, πίνακες ζωγραφικής κ.ά. ή η κατάθεση σε τράπεζες. Η σύνταξη του Περιουσιολογίου θα επιτρέψει τη συνολική φορολόγηση του πλούτου και τη δικαιότερη κατανομή της με την καθιέρωση ουσιαστικού αφορολόγητου.

 

Οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη και ο παρασιτικός χαρακτήρας των ελληνικών επιχειρήσεων

Οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη και ο παρασιτικός χαρακτήρας των ελληνικών επιχειρήσεων

    

Του Γιώργου Τοζίδη

 

 

Σε πρόσφατο εράνισμα (φ. 283/24-10-2015) ασκήθηκε κριτική στην επιλογή των άμεσων ξένων επενδύσεων ως λύσης για την έξοδο από την κρίση. Στο σημερινό εράνισμα θα αξιοποιηθούν τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat για τις δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για το 2014 για να δειχθεί η «αδυναμία» και του επιχειρηματικού τομέα να παίξει αυτόν το ρόλο.

  1. Το 2014 τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δαπάνησαν περίπου 283 δισεκατομμύρια ευρώ για την Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α). Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το 2,03% του ΑΕΠ της Ε.Ε. και είναι αυξημένο σε σύγκριση με το 2004 (1,76%). Το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανά η Ε.Ε. για Ε&Α είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό της Ν. Κορέας (4,15%/2013), της Ιαπωνίας (3,47%/2013) και των ΗΠΑ (2,81%/2012), είναι παρόμοιο με αυτό της Κίνας (2,08%/2013) ενώ είναι σημαντικά υψηλότερο της Ρωσίας (1,15%).
  2. Ο στόχος της Ε.Ε. είναι τα κράτη-μέλη να δαπανούν το 3% του ΑΕΠ για την Ε&Α. μέχρι το 2020. Το 2014, μόλις σε τρία κράτη-μέλη οι δαπάνες Ε&Α υπερέβαιναν το 3% (Φινλανδία 3,17%, Σουηδία 3,16% και Δανία 3,08%). Καθόλου τυχαία και οι τρεις παραπάνω χώρες κατατάσσονται μεταξύ των πρώτων στους παγκόσμιους δείκτες ανταγωνιστικότητας.
  3. Ο τομέας των επιχειρήσεων πρωταγωνιστεί στις δαπάνες Ε&Α στην Ε.Ε. καθώς οι δαπάνες που πραγματοποιεί αντιστοιχούν στο 64% των συνολικών δαπανών ακολουθούμενος από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (23%), την κυβέρνηση (12%) και τον μη κερδοσκοπικό ιδιωτικό τομέα (1%).
  4. Το ποσοστό των δαπανών Ε&Α στην Ελλάδα (0,83% του ΑΕΠ) είναι ένα από τα χαμηλότερα μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. παρά την αύξησή του σε σύγκριση με το 2004 (0,53%). Μόλις πέντε κράτη-μέλη (Ρουμανία, Κύπρος, Λετονία, Κροατία, Βουλγαρία) έχουν χαμηλότερα ποσοστά από τη χώρα μας. Τα αντίστοιχα ποσοστά των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου ήταν Ισπανία: 1,20%, Ιταλία: 1,29% και Πορτογαλία: 1,29%.
  5. Όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των δαπανών Ε&Α ανά τομέα στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών, το ποσοστό των δαπανών του επιχειρηματικού τομέα (34% επί του συνόλου των δαπανών) υπολείπεται του ποσοστού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (38%) και είναι το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. (μόνο η Κύπρος και η Λιθουανία έχουν χαμηλότερα ποσοστά) ενώ είναι υψηλό και το ποσοστό της κυβέρνησης (27%).
  6. Το γεγονός ότι το ποσοστό των δαπανών Ε&Α της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι υψηλότερο, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του επιχειρηματικού τομέα και της κυβέρνησης, είναι αξιοσημείωτο λόγω της σημαντικής μείωσης της επιχορήγησής τους από το Ελληνικό Δημόσιο και αποστομώνει τους επικριτές του δημόσιου πανεπιστημίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ερευνητικές δημοσιεύσεις των ελληνικών ΑΕΙ αυξήθηκαν από 3.000 το 1993 σε περισσότερες από 10.000 το 2008 (αντιστοιχούσαν στο 1,2% των συνολικών δημοσιεύσεων των χωρών ΟΟΣΑ και στο 2,5% της Ε.Ε.).

Η ουσιαστική άρνηση του επιχειρηματικού τομέα να επενδύσει στην Ε&Α, παρά τη σημαντική επιδότηση των σχετικών δαπανών από εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, είναι μία ακόμη απόδειξη του παρασιτικού χαρακτήρα του και της συνεχούς υποβάθμισής του στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ο ιδιωτικός τομέας, παρά τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ (ή δραχμών παλιότερα) που αφαίμαξε από το Ελληνικό Δημόσιο και τα ευρωπαϊκά προγράμματα, όχι μόνο δεν οδήγησε την ελληνική οικονομία στην ανάπτυξη και αναβάθμιση αλλά κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος στην κρίση (αφού φρόντισε πρώτα να μεταφέρει τις καταθέσεις των επιχειρήσεων και των μετόχων στο εξωτερικό). Ακόμη και σήμερα, ο Σύνδεσμος Εταιριών Βιομηχανιών ζητιανεύει τις επιχορηγήσεις του ΣΕΣ 2014-2020 και του νέου αναπτυξιακού νόμου, προκειμένου να επενδύσει στη χώρα. Η ενίσχυση των συνεταιρισμένων παραγωγών ως κυρίαρχου υποκειμένου της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και η συνεργασία τους με τα ερευνητικά κέντρα των ΑΕΙ είναι μονόδρομος…

 

Ιδιοκατοίκηση: Η Εurostat διαψεύδει το μύθο

Ιδιοκατοίκηση: Η Εurostat διαψεύδει το μύθο

     

Ένας από τους μύθους στους οποίους στηρίζονται αριστεροί και δεξιοί «εκσυγχρονιστές» προκειμένου να «αποδείξουν» την οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας σε σύγκριση με την «πολιτισμένη» δύση, είναι ότι στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Δυστυχώς για τους εκσυγχρονιστές η Eurostat δημοσίευσε στατιστικά στοιχεία (έτος 2014) για τις συνθήκες διαβίωσης στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) που καταρρίπτουν και αυτόν τον μύθο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Eurostat:

  1. Η πλειοψηφία των πολιτών της Ε.Ε. (70,1%) ζει σε ιδιόκτητες κατοικίες. Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτητών καταγράφονται στη Ρουμανία (96,1%), τη Σλοβακία (90,3%), τη Λιθουανία (89,9%), την Κροατία (89,7%) και την Ουγγαρία (89,1%) ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά στη Γερμανία (52,5%), την Αυστρία (57,2%), τη Δανία (63,3%), το Ηνωμένο Βασίλειο (64,8%) και τη Γαλλία (65,1%). Η Ελλάδα βρίσκεται στη 14η θέση των κρατών-μελών με τα υψηλότερα ποσοστά (74%). Πριν από την Ελλάδα, και για να απαντηθεί η πιθανή ένσταση των «εκσυγχρονιστών» ότι οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες θα έπρεπε να εξαιρεθούν, βρίσκονται η Πορτογαλία (74,9%), η Ισπανία (78,8%) ενώ αμέσως μετά ακολουθούν η Φινλανδία και η Ιταλία (73,2%).
  2. Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία για το κόστος κατοίκησης, ως ποσοστό του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος, το οποίο συνδέεται με τις μηνιαίες δαπάνες (ύδρευση, ηλεκτρισμός, θέρμανση) που καταβάλλει το νοικοκυριό. Στην πρώτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. βρίσκεται η Ελλάδα, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν το 40,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, με τα γερμανικά νοικοκυριά που βρίσκονται στη δεύτερη θέση να δαπανούν μόλις το 15,9%. Ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 11,4% και είναι χαρακτηριστικό ότι τα σχετικά ποσοστά δαπανών των νοικοκυριών των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία/10,9%, Πορτογαλία/9,2%, Ιταλία/8,4%) βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
  3. Στην Ελλάδα καταγράφεται και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά έλλειψης χώρων των κατοικιών, σε σχέση με τις ανάγκες των νοικοκυριών, (27,4%). Είναι το υψηλότερο ποσοστό εάν εξαιρεθούν τα αντίστοιχα ποσοστά των πρώην σοσιαλιστικών κρατών-μελών. Ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 17,1%, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε Ρουμανία (52,3%), Ουγγαρία (44,6%) και Πολωνία (44,2%) και τα χαμηλότερα σε Βέλγιο (2,0%), Κύπρο (2,2%) και Ολλανδία (3,5%).
  4. Η Eurostat κατέγραψε και τον βαθμό ικανοποίησης των νοικοκυριών από την κατοικία τους. Σε μία κλίμακα αξιολόγησης από το 0 (καμία ικανοποίηση) μέχρι το 10 (απόλυτη ικανοποίηση) ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 7,5% με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται σε Φινλανδία (8,4%), Δανία και Αυστρία (8,3%). Αντίστοιχα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν σε Βουλγαρία (6,0%), Ελλάδα και Λετονία (6,6%).

Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, όσον αφορά στο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, επιβεβαιώνονται και από τα ευρήματα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούσε την απογραφή των κατοικιών (2011) και είχαν παρουσιασθεί σε προηγούμενο Οικονομικό Εράνισμα («Απογραφή Κατοικιών (2011)» /20.09.2014). Το μεγαλύτερο ποσοστό (73,2%) των κατοικιών είναι ιδιοκατοικούμενες ενώ οι ενοικιαζόμενες ανέρχονται στο 21,7% και το υπόλοιπο 5,1% συγκαταλέγεται σε άλλο τύπο κυριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας.

Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν στην επιφάνεια (m2) των κατοικούμενων κανονικών κατοικιών του συνόλου της χώρας, προκύπτει ότι το 62% των κανονικών κατοικιών έχει επιφάνεια μεταξύ 60 και 119 τ.μ. ενώ μόνο το 5% περίπου έχει επιφάνεια μεγαλύτερη των 150 τ.μ. Με βάση τα στοιχεία για την επιφάνεια και σε συνδυασμό με τα άτομα που κατοικούν σε αυτές κατά μέσο όρο αντιστοιχούν 34,6 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο. Επιπλέον, το 90% του συνόλου των ιδιοκτητών διαθέτει περιουσία μικρότερη των 200.000 ευρώ. Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, με τα πλέον επίσημα στοιχεία, η απόλυτη κυριαρχία της μικρής ιδιοκτησίας.

Συμπερασματικά, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στην Ε.Ε., αποτελείται από μικροϊδιοκτησίες και επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό (χωρίς να συνυπολογίζεται η φορολογική επιβάρυνση

 

Γιατί πρέπει να προστατευθεί η μικρή επιχείρηση

Γιατί πρέπει να προστατευθεί η μικρή επιχείρηση

     

Του Γιώργου Τοζίδη

 

Οι πολύ μικρές, καθώς επίσης και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), θεωρούνται οι βασικοί συντελεστές της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), σύμφωνα με σχετικό δελτίο τύπου της Eurostat (17/11/2015). Το 2012, η συντριπτική πλειοψηφία (92,7%) των 22,3 εκατομμυρίων επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, ανήκε στην κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων (από 0 μέχρι 9 εργαζομένους), το 7,1% ήταν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (από 10 μέχρι 249 εργαζόμενους) και μόλις το 0,2% ήταν μεγάλες επιχειρήσεις (με περισσότερους από 250 εργαζομένους).

Τα υψηλότερα ποσοστά πολύ μικρών επιχειρήσεων (μέχρι 9 εργαζόμενοι) καταγράφηκαν στην Ελλάδα (96,7%), τη Σλοβακία (96,5%), την Τσεχία (96%), την Πολωνία και την Πορτογαλία (95,2%), την Ιταλία (94,9%) και τη Γαλλία (94,8%). Το μερίδιο των μικρών επιχειρήσεων (10-49 εργαζόμενοι) ήταν μικρότερο του 10% σε όλα τα κράτη-μέλη εκτός από τη Γερμανία (14,7%), την Αυστρία (10,9%), το Λουξεμβούργο (10,6%) και τη Ρουμανία (10,2%). Σε αυτά τα τέσσερα κράτη-μέλη καταγράφηκαν και τα υψηλότερα ποσοστά μεσαίων επιχειρήσεων (50-249 εργαζόμενοι). Το ποσοστό των μεγάλων επιχειρήσεων (τουλάχιστον 250 εργαζόμενοι) ήταν μικρότερο του 0,5% σε όλα τα κράτη-μέλη, για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία.

Στην πλειοψηφία των κρατών-μελών, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούσαν αναλογικά το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων. Το υψηλότερο ποσοστό (άνω του 40%) καταγράφηκε στα κράτη-μέλη του ευρωπαϊκού νότου: Ελλάδα (58,6%), Ιταλία (46,4%), Πορτογαλία (42,3%) και Ισπανία (40,8%). Αντίθετα, μόλις ένας στους πέντε εργαζόμενους απασχολείτο σε πολύ μικρή επιχείρηση στο Ηνωμένο Βασίλειο (17,3%), Λουξεμβούργο (18,0%) και Γερμανία (19%). Σε επίπεδο Ε.Ε., οι μεγάλες επιχειρήσεις ήταν οι μεγαλύτεροι εργοδότες (απασχολούσαν το 33% όλων των εργαζομένων), ακολουθούμενες από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (29,2%), τις μικρές επιχειρήσεις (20,8%) και τις μεσαίες επιχειρήσεις (17,2%).

Το 2012 δημιουργήθηκαν 2,3 εκατομμύρια νέες επιχειρήσεις στην Ε.Ε. Οι χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό νεοφυών επιχειρήσεων ήταν η Γαλλία (308.000), η Ιταλία (275.000), η Ισπανία (248.000), το Ηνωμένο Βασίλειο (242.000), η Γερμανία (238.000) και η Πολωνία (229.000). Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι νεοφυείς επιχειρήσεις δεν απασχολούσαν ούτε ένα εργαζόμενο. Το υψηλότερο ποσοστό τους καταγράφηκε στη Γαλλία (92,3%), την Πολωνία (86,9%), την Ολλανδία (86,4%) και την Τσεχία (86,1%). Μόνο σε τρία κράτη-μέλη, η πλειοψηφία των νεοφυών επιχειρήσεων απασχολούσε από έναν μέχρι τέσσερις εργαζομένους: το Ηνωμένο Βασίλειο (80,5%), την Κύπρο (67,7%) και την Κροατία (47,7%). Σε επίπεδο Ε.Ε., το 70,8% των νεοφυών επιχειρήσεων δεν απασχολούσαν ούτε ένα εργαζόμενο, το 26,4% από έναν μέχρι τέσσερις, το 1,9% από πέντε μέχρι εννέα και μόλις το 0,9% περισσότερους από δέκα εργαζομένους. Σε επίπεδο Ε.Ε., οι νεοφυείς επιχειρήσεις χωρίς κανένα εργαζόμενο αντιστοιχούσαν στο 46,9% της απασχόλησης σε αυτήν την κατηγορία των επιχειρήσεων, όσες απασχολούσαν από έναν μέχρι τέσσερις στο 31,1%, από πέντε μέχρι εννέα στο 8,3% και περισσότερους από δέκα εργαζόμενους απασχολούσε το 14,3% των νεοφυών επιχειρήσεων. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ενώ η Eurostat δεν αναφέρει και τους κλάδους στους οποίους δημιουργούνται αυτές οι επιχειρήσεις.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει η σπουδαιότητα των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων τόσο για την Ελλάδα όσο και για το σύνολο της Ε.Ε. (ιδιαίτερα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους απασχολούνταν σε αυτές τις δύο κατηγορίες επιχειρήσεων το 2012 ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 50%. Η σωτηρία αυτών των επιχειρήσεων, που γίνεται και πάλι επίκαιρη με τη συζήτηση για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, αποκτά εξαιρετική σπουδαιότητα και συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

 

Τα θύματα της κρίσης στην Ε.Ε.

Τα θύματα της κρίσης στην Ε.Ε.

       

Του Γιώργου Τοζίδη

 

Μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο bruegel.org (The Growing Intergenerational Divide in Europe) καταγράφει τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης στους νέους και τις νέες ηλικίας 15-24 ετών της Ε.Ε.

Η ανεργία των νέων 15-24 ετών αυξήθηκε κατά 7,8 εκατοστιαίες μονάδες μεταξύ 2007 και 2013, με αποτέλεσμα ένας στους τέσσερις νέους να είναι άνεργος το 2013. Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για τους νέους και τις νέες που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, εκπαίδευσης και κατάρτισης. Στις χώρες που βρίσκονται σε κρίση (Κύπρος, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία και Ισπανία) ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε περισσότερο από 7 εκατοστιαίες μονάδες μεταξύ 2007 και 2013, με τον υψηλότερο δείκτη (υψηλότερο του 20%) να καταγράφεται στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, στη Γερμανία, το σχετικό ποσοστό μειώθηκε από 8,9% σε 6,3%.

Οι δείκτες υλικής στέρησης (φτώχειας) είναι, επίσης, υψηλοί. Το σχετικό ποσοστό στους νέους κάτω των 18 ετών ανέρχεται σε 20%, με τα εθνικά ποσοστά να διαφοροποιούνται σημαντικά ανά κράτος-μέλος της Ε.Ε. και να κυμαίνονται μεταξύ 10% (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία) και 40% (Λετονία, Ουγγαρία, Πολωνία).

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, τον Σεπτέμβριο 2015, 4.540.000 νέοι και νέες (κάτω των 25 ετών) ήταν άνεργοι στην Ε.Ε., από τους οποίους 3.113.000 στην Ευρωζώνη. Ο δείκτης νεανικής ανεργίας ήταν 20,1% στην Ε.Ε. και 22,1% στην Ευρωζώνη, ελάχιστα μειωμένος σε σύγκριση με τον Σεπτέμβρη 2014. Τα χαμηλότερα ποσοστά νεανικής ανεργίας καταγράφηκαν στη Γερμανία (7%-συνολικό ποσοστό 4,5%), Αυστρία (11%-5,7%), Δανία (11,2%-6,2%) και Ολλανδία (11,5% – 6,8%) και τα υψηλότερα στην Ελλάδα (48,6%-στοιχεία Ιουλίου 2015-συνολικό ποσοστό 25%), Ισπανία (46,7%-21,6%), Κροατία (43,1%-15,4%) και Ιταλία (40,5%-11,8%).

Η αύξηση των ποσοστών ανεργίας και φτώχειας των νέων στις χώρες που υπέφεραν περισσότερο από την κρίση αλλά και γενικότερα στην Ε.Ε. είναι πολύ ανησυχητική. Η ανεργία και η φτώχεια των νέων έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και τη δυνητική ανάπτυξη. Επιπλέον, σημαδεύει τους νέους ανθρώπους για ολόκληρη τη ζωή τους, μειώνει την παραγωγικότητά τους και συχνά τους αποκλείει από την αγορά εργασίας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απαξιώνοντας τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχουν αποκτήσει κατά την περίοδο της εκπαίδευσής τους. Ακόμη και όταν βρίσκουν κάποια θέση απασχόλησης, σπανίως αυτή συμβαδίζει με την αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεών τους.

Η νεανική ανεργία και φτώχεια έχει αρνητικές επιπτώσεις και στη δημογραφική εξέλιξη των κοινωνιών. Η εργασιακή και εισοδηματική ανασφάλεια και η ψυχολογική φθορά επηρεάζουν αρνητικά τις αποφάσεις των νέων σχετικά με τη δημιουργία οικογένειας.

Οι νέοι και οι νέες της Ε.Ε. είναι τα μεγαλύτερα θύματα των πολιτικών λιτότητας που ασκούνται. Η ανεργία είναι ένα από τα προϊόντα αυτών των πολιτικών, επηρεάζει όμως περισσότερο τους νέους και τις νέες από ό,τι τις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες. Απασχολούνται σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά σε μορφές άτυπης ή μερικής απασχόλησης, βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση, όταν αναζητούν εργασία, σε σύγκριση με τους άνεργους μεγαλύτερων ηλικιών που διαθέτουν εργασιακή εμπειρία και εξειδίκευση και υφίστανται και τις συνέπειες των μεταρρυθμίσεων των συνταξιοδοτικών συστημάτων που ανεβάζοντας τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση δεν επιτρέπουν τη φυσιολογική ανανέωση του εργατικού δυναμικού.

Οι πολιτικές λιτότητας στην Ε.Ε. διογκώνουν τις ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών και δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε μία ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων να δει τα όνειρα και τις προσδοκίες της να καταστρέφονται. Μόνη διέξοδος εξακολουθεί να αποτελεί η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στην κατεύθυνση παραγωγικής ανασυγκρότησης των χωρών που βρίσκονται σε κρίση, με ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας και των συνεταιρισμένων παραγωγών.

 

Ποιος ωφελήθηκε από την ελληνική κρίση;

Οικονομικά ερανίσματα: Ποιος ωφελήθηκε από την ελληνική κρίση;

Του Γιώργου Τοζίδη

 

Τον περασμένο Αύγουστο δημοσιεύθηκε μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Ινστιτούτου Leibniz για την Οικονομική Έρευνα (IWH) η οποία ελάχιστα σχολιάσθηκε από οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές, ίσως λόγω των δραματικών εξελίξεων εκείνου του μήνα (υπογραφή 3ου Μνημονίου). Η μελέτη έχει τον «προκλητικό» τίτλο Τα οφέλη της Γερμανίας από την ελληνική κρίση και οι συντάκτες της τεκμηριώνουν τη θέση τους σε δύο γεγονότα:

1. Σε περιόδους κρίσης οι επενδυτές προκρίνουν την ασφάλεια έναντι της απόδοσης των επενδύσεών τους, και

2. Στην πολιτική μείωσης των επιτοκίων που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η οποία οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ελληνική κρίση χρέους.

Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των συντακτών της μελέτης, είναι ότι η γερμανική οικονομία όχι μόνο δεν έχει επιβαρυνθεί από τη συμμετοχή της στα προγράμματα «διάσωσης» της χώρας μας (συνολικά 90 δισ. ευρώ) αλλά αντίθετα έχει αποκομίσει «κέρδη» που ανέρχονται, με συντηρητικούς υπολογισμούς, σε 100 δισεκατομμύρια ευρώ.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα, την περίοδο της κρίσης τα επιτόκια δανεισμού του γερμανικού δημοσίου μηδενίζονται και μάλιστα φέτος έχουν μετατραπεί σε αρνητικά (τουλάχιστον για τα ομόλογα που έχουν λήξη μέχρι 5 έτη). Η συνολική ωφέλεια του γερμανικού Δημοσίου από αυτήν τη δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού εκτιμάται από τους συντάκτες ότι ανήλθε σε 100 δισ. ευρώ. Όπως παραδέχονται οι συντάκτες της μελέτης, οι υπολογισμοί τους είναι συντηρητικοί καθώς στηρίζονται μόνο στις δημοπρασίες ομολόγων που έχει πραγματοποιήσει το γερμανικό Δημόσιο (αφορούν ένα ποσοστό μεταξύ 45% και 75% του συνολικού δανεισμού), ενώ δεν συμπεριλαμβάνουν και τον δανεισμό των κρατιδίων και της τοπικής αυτοδιοίκησης που επίσης ωφελήθηκαν από τη δραστική μείωση των επιτοκίων. Επιπλέον, τα οφέλη του γερμανικού Δημοσίου δεν είναι στιγμιαία αφού αυτό θα εξακολουθήσει να αποκομίζει «κέρδη» από την ελληνική κρίση μέχρι τη λήξη των συγκεκριμένων ομολόγων.

Για να τεκμηριώσουν τη θέση τους ότι τα «κέρδη» που αποκόμισε το γερμανικό Δημόσιο οφείλονται στην ελληνική κρίση, οι συντάκτες της μελέτης παραθέτουν έναν πίνακα με το πώς επηρεάζονταν τα επιτόκια δανεισμού από τις εξελίξεις της ελληνικής κρίσης. Κάθε φορά που διαφαινόταν ρήξη στις διαπραγματεύσεις, οι αποδόσεις των ομολόγων μειώνονταν (π.χ. του 10ετούς γερμανικού ομολόγου μειωνόταν κατά 1,5%) ενώ συμμετρικά αντίθετη ήταν η κίνηση όταν διαφαινόταν συμφωνία.

Σύμφωνα με την πρόβλεψη της μελέτης για το μέλλον, η επίλυση της ελληνικής κρίσης θα έχει ως αποτέλεσμα η Γερμανία να μην μπορεί να δανείζεται πλέον με ανάλογου ύψους επιτόκια. Το ερώτημα, κατά συνέπεια, που προκύπτει είναι σαφές: πόσο επηρέασε τη στάση της Γερμανίας στις διαπραγματεύσεις για την ελληνική κρίση, από το 2010 μέχρι πρόσφατα, το γεγονός ότι η επίλυση και όχι η διαιώνιση της ελληνικής κρίσης θα είχε σημαντικό κόστος για το σύνολο* της οικονομίας της;

Αντίστοιχα ερωτήματα προκύπτουν, όμως, και για την ελληνική πλευρά και κατά πόσον αυτή ανέδειξε, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το γεγονός ότι η Γερμανία είχε συμφέρον να μην επιλυθεί η ελληνική κρίση;

0

* Μία σημαντική παράλειψη της μελέτης είναι ότι δεν αναφέρεται στην ανάλογη μείωση των επιτοκίων δανεισμού των γερμανικών επιχειρήσεων που προσέθεσε ένα ακόμη πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό τους με τις ομοειδείς επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

 

Μια επίκαιρη επέτειος

Οικονομικά ερανίσματα: Μια επίκαιρη επέτειος

Του Γιώργου Τοζίδη

 

Στις 15 Σεπτέμβρη 2008 η πτώχευση της Lehman Brothers αποτέλεσε την απαρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που εξακολουθεί να βαθαίνει. Μετά την κατάρρευση της Lehman, η αμερικανική κυβέρνηση έσπευσε να διασώσει με εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια όλα τα μεγάλα ονόματα της Wall Street: Citigroup, Bank of America, Merrill Lynch, Morgan Stanley, Goldman Sachs αλλά και η ασφαλιστική American International Group (AIG) διασώθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολούθησε ασμένως. Μέχρι τον Μάρτιο του 2009 το σύνολο των εγγυήσεων προς τις τράπεζες, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε προς τα κράτη-μέλη, ανήλθε στο ιλιγγιώδες ποσό των 2.300 δισ. ευρώ (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις σε 3.000 δισ. ευρώ). Το ίδιο χρονικό διάστημα, τα κεφάλαια που απαιτήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση ορισμένων ευρωπαϊκών τραπεζών ανήλθαν σε 275 δισ. ευρώ. Πώς ανταποκρίθηκαν οι τράπεζες; Με τον περιορισμό στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, τη διεύρυνση των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων και την κατάργηση δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας (200.000 στην Ε.Ε., 14,4 χιλ. στην Ελλάδα την πενταετία 2009-2013).

Το πρώτο συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Χωρίς την παρέμβαση των κυβερνήσεων, ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα είχε καταρρεύσει στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Όμως, ταυτόχρονα, προκύπτει και το ερώτημα: τι θα συνέβαινε εάν οι κυβερνήσεις επέτρεπαν την πτώχευση των τραπεζών και διέθεταν στην πραγματική οικονομία το σύνολο των κεφαλαίων που απαιτήθηκαν για τη διάσωσή τους;

Για να μη δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δημιουργήθηκαν δύο μύθοι: 1. Η διάσωση δεν αφορούσε στη διάσωση των τραπεζών αλλά στη διάσωση της οικονομίας και 2. Η κατάρρευση των τραπεζών και γενικότερα η οικονομική κρίση είναι πολύπλοκες καταστάσεις που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον μέσο πολίτη.

Η επόμενη κίνηση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών ήταν η διοχέτευση φθηνού χρήματος (μόνο η FED έχει διοχετεύσει, μέχρι σήμερα, το ποσό των 4 τρισ. δολαρίων) για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθούν η κερδοσκοπία και ο παρασιτισμός του χρηματοοικονομικού συστήματος και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επόμενη οικονομική καταστροφή. Τα πρώτα σημάδια έχουν, ήδη, φανεί: μείωση των ρυθμών μεγέθυνσης των αναδυόμενων και αναιμικά ποσοστά ανάπτυξης των αναπτυγμένων οικονομιών, πτώση των τιμών των μετοχών και των εμπορευμάτων και ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων.

Άλλωστε, καμία από τις αιτίες που οδήγησαν στην κρίση του 2008 δεν έχει αντιμετωπισθεί. Αντίθετα, τα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία επτά χρόνια ενέτειναν τα προβλήματα. Η συσσώρευση πλούτου, σε πλήρη αναντιστοιχία με την παραγωγική διαδικασία και η ανισότητα στη διανομή του έχουν μεγεθυνθεί σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα. Ακόμη, η τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους στις περισσότερες οικονομίες του πλανήτη (ως αποτέλεσμα και της διάσωσης των χρηματοπιστωτικών εταιριών), η μη αντιμετώπιση των κινδύνων από τη δράση των «too big to fail» τραπεζών (που το μέγεθός τους αυξήθηκε αντί να μειωθεί), τα διψήφια ποσοστά ανεργίας και η επιβολή λιτότητας, σε συνδυασμό με την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων και την κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών στην Eκπαίδευση, την Yγεία και την πρόνοια είναι τα αποτελέσματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008.

Όμως, η σημαντικότερη συνέπεια αυτής της κρίσης είναι η αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών και της δυνατότητας των λαών να αμφισβητούν τις καθεστωτικές πολιτικές και να ορίζουν τις τύχες τους, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Το ελληνικό παράδειγμα είναι η απόδειξη…

 

Η παρακμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οικονομικά ερανίσματα: Η παρακμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     

Του Γιώργου Τοζίδη

 

Στις αρχές Σεπτέμβρη, η Eurostat δημοσίευσε τα τελευταία στοιχεία για τη θέση της Ε.Ε.-28 σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του G20 («The EU in the world», διαθέσιμο στην ιστοσελίδα ec.europa.eu/eurostat/web/products-statistical-books/-/KS-EX-15-001).

Από τα πολύ σημαντικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκδοση, η στήλη επιλέγει τα πιο ενδιαφέροντα:

1. Το 2013, ο παγκόσμιος πληθυσμός ανήλθε σε 7,1 δισεκατομμύρια κατοίκους. Παρόλο που, σε σύγκριση με το 1960, καταγράφηκε αύξηση του πληθυσμού σε όλες τις χώρες του G20, το ποσοστό του πληθυσμού που διαμένει σε αυτές τις χώρες σε σύγκριση με τον παγκόσμιο πληθυσμό μειώθηκε από 73,8% σε 64,3%. Στη Ρωσία καταγράφηκε το μικρότερο ποσοστό αύξησης (19,7%) και ακολούθησε η Ε.Ε.-28 (23,9%). Οι χώρες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό είναι η Κίνα και η Ινδία καθώς ο πληθυσμός τους αντιστοιχεί στο 37% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο πληθυσμός της Ε.Ε.-28 ανήλθε σε 506,0 εκατομμύρια ήτοι το 7,1% του παγκόσμιου πληθυσμού.

2. Στην Ε.Ε.-28 καταγράφεται το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών (27,5%) σε σύγκριση με το σύνολο του πληθυσμού. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στην Ιαπωνία (40,5%) και τα χαμηλότερα σε Σ. Αραβία (4,2%), Ινδονησία (7,9%) και Ινδία (8%).

3. Το 2013, το συνολικό παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε σε περίπου 57 τρισεκατομμύρια ευρώ, με το ΑΕΠ των G20 να ανέρχεται στο 85,2%, 4,8 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το 2003. Το ΑΕΠ της Ε.Ε.-28 αντιστοιχούσε στο 23,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ήταν μειωμένο κατά 7 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2003 ενώ των ΗΠΑ στο 22,2% και ήταν μειωμένο κατά 7,5 εκατοστιαίες μονάδες. Την ίδια περίοδο το ΑΕΠ της Κίνας αυξάνεται από το 4,3% του παγκόσμιου στο 12,1%.

4. Με εξαίρεση τη Ν. Αφρική (24,9%), στην Ε.Ε.-28 καταγράφεται το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (10,8%) με βάση τα στοιχεία για το 2013. Ν. Αφρική (51,1%), Ινδονησία (31,3%), Σ. Αραβία (29,5%) και Ε.Ε.-28 (23,5%) κρατούν τα σκήπτρα στην ανεργία των νέων ηλικίας 16-24 ετών. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ανέρχεται στην Ε.Ε.-28 σε 5,1% (47,4% των ανέργων) και είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά από αυτό της Ν. Αφρικής (16,4% ή 65,9% των ανέργων).

5. Η Ιαπωνία είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα (243,2% του ΑΕΠ), μεταξύ των G20, ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ (104,2%) και τον Καναδά (88,8%). Τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ε.Ε.-28 είναι 85,4% και για την ευρωζώνη 90,9%. Εντυπωσιακή είναι η απομείωση του δημόσιου χρέους της Αργεντινής που από 116,5% (2003) μειώθηκε στο 41% του ΑΕΠ (2013).

6.Η ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (ως ποσοστό του ΑΕΠ) ήταν 2,02% (2012) στην Ε.Ε.-28, ελάχιστα αυξημένο σε σύγκριση με το 2002. Υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν σε Ν. Κορέα (4,04%), ΗΠΑ (3,39%) και Αυστραλία (2,39%) ενώ παραπλήσιο ήταν το ποσοστό της Κίνας (1,98%). Ανάλογη υστέρηση καταγράφεται στην Ε.Ε.-28 και ως προς την ανά κάτοικο σχετική δαπάνη, η οποία υπολείπεται της αντίστοιχης σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία, Καναδά και Ν. Κορέα. Στην υστέρηση της Ε.Ε.-28 σε επενδύσεις Ε&Α οφείλεται η μείωση κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες (μεταξύ 2003 και 2013) του μεριδίου της Ένωσης σε παγκόσμιες ευρεσιτεχνίες.

Οι παραπάνω δείκτες πιστοποιούν την ουσιαστική υποχώρηση του βάρους της Ε.Ε.-28 στην παγκόσμια οικονομία. Η εικόνα θα ήταν ακόμα χειρότερη εάν τα σχετικά μεγέθη της Ένωσης υπολογίζονταν χωρίς τα αντίστοιχα της Γερμανίας, που εκμεταλλευόμενη την κρίση, έχει βελτιώσει τα οικονομικά μεγέθη της σε βάρος των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε.-28.